Thursday 11 October 2007

ΣΥΜΗ – Ο Βιγλάτορας του Αιγαίου

Deutsch

Flickr Slideshow
Flickr set και Ιστορικό Περίγραμμα για τη Σύμη

Symi - Gialos
© All rights reserved

Στη Σύμη είχα καιρό να πάω. Αν και μόλις δύο ώρες με το φέρρυ απο τη Ρόδο, τόπο καταγωγης μου, για δέκα χρόνια δεν είχα κάνει το ταξίδι μέχρι εκεί. Μέσα μου είχε καταγραφεί ως η πατρίδα της μάνας μου και ανυπομονούσα να βρεθώ ξανα εκεί, καθώς τελευταία άκουγα θετικά σχόλια για την πολιτιστική κίνηση και την ανάπτυξη της. Αυτή τη φορά ήθελα να γνωρίσω πιο ουσιαστικά το ακριτικό νησί και τους κατοίκους του.

Το φέρρυ έστριψε πίσω από το βουνό και στη θέση των απότομων βράχων που κατεβαίνουν μέχρι τη θάλασσα φάνηκε το λιμανι. Ένα λιμάνι φυσικό, με μικρό άνοιγμα και βουνά τριγύρω, εντυπωσιακό για το θεατή και προστατευτικό για τα σκαριά. Η εικόνα που είχα θολή στο μυαλό μου άρχισε να σχηματίζεται ξανά. Ο κύριος οικισμός του νησιού, ο «Γιαλός», είναι χτισμένος αμφιθεατρικά πάνω στο βράχο και αγκαλιάζει το λιμανι. Τα σπίτια νεοκλασικά, παραδοσιακά και πολύχρωμα δημιουργούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. H «πόλη» σκαρφαλώνει στα αριστερά μεχρι την κορυφογραμμή και κατεβαίνει πάλι απο την πίσω μεριά : το «Χωριό». Η βλάστηση πενιχρή, μόνο σπίτια και πέτρα. Είναι εντυπωσιακό το πώς κατάφεραν άνθρωποι να ευδοκιμήσουν σε τέτοια άγονη γη, με μόνο όπλο τις ναυτικές τους ικανότητες.

Coffee time...
© All rights reserved

Άφησα τα πράγματα στο δωμάτιο και βγήκα για μια πρώτη βόλτα. Παρά τη ζέστη, οι τουρίστες της μιας μέρας απο τη Ρόδο συνέχιζαν απτόητοι τις βόλτες τους στο Γιαλό. Τα διάσπαρτα μαγαζιά-κιόσκια με τουριστικά είδη – πλαστικά γυαλιά ηλίου και μπλουζάκια «I love Symi» - βρίσκονταν στο φόρτε τους. Ανάμεσά τους πάγκοι με σφουγγάρια, τελευταία απομεινάρια μιας εποχής, στην οποια η σπογγαλιεία άκμαζε. Προχωρώντας προς το λιμάνι μπήκα στην εμπορική περιοχή. Οι δρόμοι στενοί και πολύβουοι απο την καθημερινή κίνηση. Οι ντόπιοι μπλέκονται με τους τουρίστες, άλλοι κινούνται βιαστικά και άλλοι νωχελικά. Οι πολύχρωμες τέντες και το παιχνίδισμα του φωτός με τα σπίτια δημιουργούν μια ευχάριστη διάθεση και μια ατμόσφαιρα ανατολίτικου παζαριού. Δεξιά και αριστερά καταστήματα όλων των ειδών, σούπερμάρκετ, βιβλιοπωλεία, καφενεία, μαγαζιά με κοσμήματα – τουριστικά, αλλά πολύχρωμα και καλόγουστα - συνθέτουν μια μικρή, μα σχετικά σύγχρονη αγορά. Λίγο πιο πίσω, στη δεύτερη σειρά, φούρνοι, σιδεράδικα και ξυλουργεία χαρίζουν μια παραδοσιακή νότα στην ατμόσφαιρα.

Πίσω απο την αγορά είναι πιο ήσυχα. Σπίτια μόνο υπάρχουν εκεί και λίγοι ντόπιοι που αψηφούν το λιοπύρι – λόγω της θέσης του ανάμεσα σε βουνά, ο Γιαλός έχει διακρίνεται απο υψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι. Τα νεοκλασικά αρχοντικά που βρίσκονται σε αυτή τη μεριά, όπως επίσης και στο μουράγιο και την Καλή Σκάλα, είναι εντυπωσιακά, σπουδαία δείγματα νησιώτικης αρχιτεκτονικης με πολλές επιρροές απο την Ευρώπη του περασμένου αιώνα. Τα σπίτια αυτά αλλοτινών ευκατάστατων εμπόρων δίνουν στο νησί και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Μεγάλα κτίσματα, με περίτεχνα στολίδια και θυρεούς, με αετώματα και βοτσαλωτές αυλές, φτιαγμένα απο πέτρα και ξύλο. Οι ευρωπαϊκές επιρροές στα σχέδιά τους, που οφείλονται στην έντονη εμπορική δραστηριότητα των ιδιοκτητών στην Ευρώπη, δεν κρύβουν οτι αποτελούσαν, μαζί με έναν όμορφο χώρο, και μέσο εντυπωσιασμού και επίδειξης. Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν ήταν εξαιρετικής ποιότητας και εισάγονταν απο τους συμιακούς ναυτικούς στα ταξίδια τους. Τα χρώματά τους, φανταχτερά και ποικίλα, δείχνουν μια αγάπη για το ξεχωριστό και διαφοροποιούν τη Σύμη απο άλλα νησια – για παράδειγμα τις Κυκλάδες- όπου κυριαρχούν τα ίδια, επαναλαμβανόμενα χρώματα.

Στην πίσω μεριά της μεγάλης κεντρικής πλατείας του Γιαλού βρίσκεται ένα εξαίρετο δείγμα τέτοιων νεοκλασικών αρχοντικών : το ναυτικό μουσείο Σύμης, ένα επιβλητικό διόροφο κτίριο με αέτωμα και ψευδοκίονες, βαμμένο άπρο, γαλάζιο και κίτρινο. Στην πλατεία μπροστά απο το μουσείο βρίσκονται αραδιασμένα κανόνια και άγκυρες και άλλα έξαρτήματα απο καράβια παλαιοτέρων εποχών. Μέσα στο ίδιο το μουσείο εκτίθενται σε μικρογραφία όλοι οι τύποι καραβιών - σκάφες, βρατσέρες κ.α.- που ναυπηγούνταν κάποτε στη Σύμη, την εποχή που ήταν πρωτοπόρος στη ναυπηγική. Οι συμιακές σκάφες του 18ου αιώνα ήταν μάλιστα τόσο γρήγορες, που ο Σουλτάνος είχε αναθέσει σε συμιακά καράβια την μεταφορά του ταχυδρομείου ανάμεσα στην Υψηλη Πύλη και τον τουρκικό στόλο. Μάλλον δε απο εκεί προέρχεται και το σημερινό όνομα του νησιού, καθώς τα συμιακά καράβια ονομάζονταν απο τους Τούρκους,λόγω της ταχύτητάς τους simbekir, και η Συμη Simbeki.
Απο τα μέσα του 18ου , όλο το 19ο και ως τις αρχές του 20ου και παρά την κατοχή απο τους Τούρκους η Σύμη έφτασε σε πρωτόγνωρη οικονομική και πολιτιστική ακμή.

Εκμεταλλευόμενοι τα φορολογικά προνόμια που τους παραχωρούσαν οι Τούρκοι και την ναυτική υπεροχή τους, οι Συμιακοί μετέτρεψαν το νησί σε εμπορικό (και όχι μόνο) κέντρο της περιοχής. Τα καράβια που ναυπηγούσαν ήταν περιζήτητα για την ταχύτητά τους και την δυνατότητα μεταφοράς εμπορευμάτων. Τα καράβια, και φυσικά το επιχειρηματικό δαιμόνιο, έφερε τους Συμιακούς πρώτους και στην εξαγωγή και εμπορία σφουγγαριών. Τα σφουγγάρια ήταν απαραίτητα τότε στην βιομηχανία για την κατασκευή μονωτικών και για την κατασκευή πορσελάνης. Έτσι, οι Συμιακοί έγιναν προμηθευτές ευρωπαϊκών βιομηχανιών και ίδρυσαν ακόμα και εμπορικούς οίκους σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια. Εκεί αποκτούν και τις επαφές με άλλους πολιτισμούς και επηρεάζονται απο αυτούς σε πολλούς τομείς. Το συμαϊκό εμπόριο όμως δέχθηκε ισχυρό πλήγμα, όταν το 1912, κατά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο, οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα, μαζί και τη Σύμη. Οι περιορισμοί και ο έλεγχος που επέβαλαν στο εμπόριο, η προσπάθεια μετατροπής της Ρόδου σε οικονομικό και διοικητικό κέντρο και η επικράτηση των ατμόπλοιων οδήγησαν στη σταδιακή παρακμή του νησιού. Οι Συμιακοί άρχισαν να ξενιτεύονται σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Η σπογγαλιεία άρχισε να αδρανεί, το εμπόριο περιήλθε σε τέλμα και τα ακριβά σπίτια παραμελήθηκαν και πουλήθηκαν για ένα κομμάτι ψωμί, ή και για ξυλεία ακόμα, προκειμένου να μαζέψουν οι Συμιακοί το απαραίτητο αρχικό κεφάλαιο για να ξενιτευτούν. Αυτή η οικοδομική αδράνεια έχει αφήσει τα ανεξίτηλα σημάδια της στο νησί: ανάμεσα στα καλοδιατηρημένα σπίτια υπάρχουν και πολλά ερειπωμένα, σπίτια που ακόμα και σήμερα αφήνουν κατω απο τη φθορά να φανεί η παλιά τους αίγλη. Απο την άλλη όμως, αυτή ακριβώς η οικοδομική αδράνεια, μαζί με την κήρυξη του οικισμού ως διατηρητέου το 1972, έιχαν ως αποτέλεσμα να περάσει η πόλη αλώβητη την περίοδο της αλόγιστης δόμησης και να διατηρήσει τον παραδοσιακό χαρακτήρα της.

Sponges
© All rights reserved

Προχωρώντας πάλι προς το μουράγιο, σταμάτησα σε ένα απο τα σφουγγαράδικα και άρχισα να περιεργάζομαι τα σφουγγάρια και τα άλλα διακοσμητικά ή χρηστικά αντικείμενα. Ένας μεσήλικος ψαρομάλλης άντρας ήρθε προς το μέρος μου με την πρόθεση να με εξυπηρετήσει. Τον ρώτησα βγάζουν ακόμα μόνοι τους τα σφουγγάρια.«Όχι, τώρα πια μας τα φέρνουν απο την Κάλυμνο. Εμείς έχουμε σταματήσει πια. Η Σύμη όμως ήτανε παλιά κυρίαρχη στη σπογγαλιεία». Ο κυρ Ντίνος με πήγε στο εσωτερικό του μαγαζιού για να μου δείξει παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, κορνιζαρισμένες και κρεμμασμένες στους τοίχους, που έδειχναν ψαράδες να επιδεικνύουν καμαρωτά τα σφουγγάρια που είχαν ψαρέψει. «Αυτή εδώ είναι η πλατεία του δημαρχείου. Είναι ολόκληρη καλυμμένη απο σφουγγάρια που τα απλώνανε για να στεγνώσουν. Θυμάμαι τον παππού μου που έλεγε, ότι το 1900, την εποχή της ακμής, η Σύμη είχε 50 σφουγγαράδικα, 400 καγκάβες (βάρκες που έσερναν ένα βαρύ μηχανισμό, με τον οποίο αποσπούσαν σφουγγάρια απο το βυθό) και 1000 «γυαλάδικες» βάρκες (σ.σ. Οι γυάλες ήταν κυλινδρικές κατασκευές απο λαμαρίνα, ανοιχτές στη μια άκρη και με γυαλί στην άλλη για να βλέπουν οι δύτες τα σφουγγάρια)» . Δε βγάζουν πια σφουγγάρια, μου είπε, γιατί είναι δύσκολη και επικίνδυνη δουλειά και δεν έχουν πια τόση ζήτηση. Ο κόσμος τα παίρνει μόνο για καλλωπιστικούς ή διακοσμητικούς λόγους και έτσι είναι καλύτερα γι’ αυτούς να τα παίρνουν έτοιμα.

Περίμενα στο ξενοδοχείο να περάσει λιγο η ώρα για να δροσίσει και βγήκα ξανά έξω. Η προβλήτα είναι κατειλημμένη απο καφενεία, απέναντι απο τα οποία βρίσκονται τα κιόσκια για τα καραβάκια που πάνε τους τουρίστες στις παραλίες του νησιού. Κάθησα σε ένα απο τα καφενεία να χαζέψω το πήγαινε-έλα των περαστικών. Η κοπέλα που μου έφερε τον καφέ μου φάνηκε ντόπια και ρώτησα αν μένει εδώ όλο το χρόνο. « Ναι, εδώ είναι οι δικοί μου, που αλλού να πάω; Το χειμώνα είναι ήσυχα, ίσως παραείναι κιόλας, αλλά συνηθίζεις. Εδώ έχω φίλους και γνωστούς, μαζευόμαστε στα σπίτια συνήθως και περνάει η ώρα. Καμιά φορά πάμε για λίγο σε κανένα συγγενή στη Ρόδο. Αλλά δεν ξέρω αν σε μια μεγάλη πόλη είναι καλύτερα, μου αρέσει να βγαίνω έξω και να βρίσκω γνωστούς». Τη ρώτησα πόσο κόσμο έχει το νησί το χειμώνα. Μου απάντησε γύρω στους 2.800. Σαν ένα μεσαίο χωριό. Το καλοκαίρι είναι διπλάσιοι, μου είπε, αλλά είναι λογικό, αφού οι περισσότεροι ζουν απο τον τουρισμό. Το χειμώνα δεν υπάρχουν δουλειές και πολλοί φεύγουν, οι περισσότεροι για τη Ρόδο. Αυτοί που μένουν είναι όσοι δουλεύουν με τους ντόπιους, όσοι έχουν σούπερ μάρκετ, φούρνους, ο φαρμακοποιός, δάσκαλοι, ψαράδες.

Kali Strata
© All rights reserved

Ξεκίνησα για το Χωριό. Μετά απο λίγο ψάξιμο στα στενά βρήκα την Καλή Σκάλα, ή απλά Καλή για τους Συμιακούς, μια σκάλα με πεντακόσια σκαλοπάτια, που αποτελεί την κύρια «οδό» μεταξύ Γιαλού και Χωριού. Πάνω στην Καλή Σκάλα βρίσκονται μερικά ακόμα φανταχτερά αρχοντικά, στο Χωριό όμως τα σπίτια είναι πιο λιτά, χωρίς εντυπωσιακές λεπτομέρειες, απλά και καθημερινά. Αισθάνεσαι μια μικρή αλλαγή του κλίματος. Οι ρυθμοί είναι πιο αργοί, σχεδόν νωχελικοί, τα μαγαζιά πιο μικρά, τα καφενεία παραδοσιακά, αλλά με μια γνησιότητα, χωρίς το επιτηδευμένα παραδιοσιακό στιλ των καφενείων του Γιαλού- πολλοί Συμιακοί του Χωριού μιλούν για το Γιαλό σαν να είναι κάπου μακριά, και το αντίστροφο, βεβαια. Αυτή όμως η «συμβατικότητα» τελειώνει όταν προχωρήσεις λίγο παραμέσα. Έδω υπάρχουν πολλά παλαιότερα σπίτια, ανάμεσά τους και κάποια διόροφα αρχοντικά, χτισμένα ολόκληρα απο πελεκητή πέτρα. Περπατάς στα πλακόστρωτα στενά ανάμεσα σε πετρόκτιστους μαντρότοιχους που ενώνονται ψηλά με πέτρινους θόλους και αισθάνεσαι ότι ολόκληρη η περιοχή έχει λαξευτεί σε ένα βράχο. Δυστυχώς και απο αυτά τα σπίτια, πραγματικά κεντήματα απο πέτρα, πολλά είναι σήμερα ερειπωμένα, σχεδόν κατεστραμμένα, σε κάποια έχει μείνει μόνο η πρόσοψη, σε κάποια άλλα ούτε καν αυτή.

Chorio
© All rights reserved

Μετά απο λίγη ακόμη ώρα περιήγησης βρέθηκα μπροστα στην εκκλησία της Παναγιάς της Μεγάλης, μια χαριτωμένη ασπρογάλανη εκκλησία, χτισμένη πάνω στα απομεινάρια ενός ενετικού κάστρου. Η εκκλησία αυτή ήταν αφιερωμένη αρχικά στον Άγιο Γεώργιο, μετονομάστηκε όμως όταν οι Γερμανοί ανατίναξαν την παρακείμενη, ονομαστή εκκλησία της Παναγιάς της Μεγάλης στο δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα στην εκκλησία βρίσκεται και μια εντυπωσιακή εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας, του 17ου αιώνα, ανυπόγραφο έργο του φημισμένου κρητικού ζωγράφου Γεωργίου Κλόντζα. Η θέα απο την αυλή σου κόβει την ανάσα, απο τη μια μεριά βλέπεις όλο το Γιαλό, το λιμάνι, το μουράγιο, χαμηλά κάτω από τα πόδια σου και απο την άλλη τον κάμπο του Πεδιού, καταπράσινο, να φτάνει ως τη θάλασσα. Στο βάθος φαίνεται η Νήμος στα αριστερά και στα δεξιά αχνοφαίνονται κάπου μακριά τα τουρκικά παράλια. Κάθησα λίγο εκεί και κατέβηκα μετά πάλι κάτω για να πάω γύρω απο το κάστρο, που χτίστηκε απο τους Ιωαννίτες Ιππότες γύρω στα 1300 μ.Χ. Εντοιχισμένοι πάνω στην πέτρα βρίσκονται ακόμα θυρεοί Ιπποτών που πέρασαν απο το νησί. Λίγο παρακάτω βρίσκονται αρχαία ευρήματα, τα ερείπια του ναού της Άκρας Αθηνάς, ένδειξη ότι εκεί ήταν χτισμένη στους αρχαίους χρόνους η ακρόπολη του νησιού.
Παλαιότερα, μέχρι το 19ο αιώνα, ολόκληρος ο οικισμός του νησιού βρισκόταν πάνω στο βουνό, για προστασία από τους πειρατές. Γι’ αυτό και στο Χωριό βρίσκονται όλα τα μνημεία – απομεινάρια παλιότερων πολιτισμών που πέρασαν απο εκεί. Και γι’ αυτό, ίσως, απο έλλειψη χώρου, οι καινούριοι έποικοι έχτιζαν πάντα πάνω στα χαλάσματα των προηγούμενων, σβήνοντας τα σημεία του πολιτισμού τους. Διέσχισα ξανά το χωριό και έφτασα στους μύλους, που κάποτε δούλευαν πυρετωδώς για να καλύψουν τις ανάγκες των κατοίκων, σήμερα όμως δεν είναι πια, παρά ένα σημείο αναφοράς για τους ντόπιους, άλλο ένα αξιοθέατο. Ανάμεσά τους και όμοιο με αυτούς, δύσκολα το ξεχωρίζεις, βρίσκεται το «Ποντικόκαστρο», ένας ελληνιστικός τύμβος. Το μνημείο αποδίδεται κατά την παράδοση στον ομηρικό ήρωα Νιρέα, που φέρεται ως βασιλιας της Σύμης την εποχή του τρωϊκού πολέμου, όμως οι αρχαιολόγοι δεν κατάφεραν ποτέ να το αποδείξουν. Άρχισα να κατηφορίζω προς το ξενοδοχείο.

Μια αφίσα για τη συναυλία της Γλυκερίας, που είχε ήδη περάσει, μου θύμισε το Φεστιβάλ Σύμης. Το πρόγραμμα που είχα μαζί μου ανέφερε οτι εκείνο το βράδυ θα είχε μια «Βραδιά Μουσικής απο το 1700 έως σήμερα». Η συναυλία θα δινόταν μπροστά στην εκκλησία του Αϊ Γιάννη, στο «πλατύ». Φτάνοντας εκεί βρέθηκα μπροστά σε μια εκκλησία κατάφωτη, μέχρι την κορυφη του καμπαναριού. Στο προαύλιο είχε στηθεί πρόχειρα ένας μικρός συναυλιακός χώρος με πλαστικές καρέκλες για τους ακροατές και ένα άνοιγμα μπροστά στην είσοδο της εκκλησίας για τους καλλιτέχνες : τέσσερις γυναίκες που τραγουδούσαν συνοδευόμενες στο πιανο απο μια σολίστ – όλες μέλη της μουσικής ομάδας της Λένας Γιγάντε, όπως διάβασα στο πρόγραμμα. Το τραγούδι κλασικό. Θα ταίριαζε πολύ σε ένα μέγαρο μουσικής ή ένα θέατρο, όμως εκεί, μπροστά στην εκκλησία, με τις πλαστικές καρέκλες και 150 άτομα ακροατήριο, φάνηκε να βρίσκεται στο στοιχείο του, να γίνεται ένα με τον κόσμο. Η ατμόσφαιρα ήταν χαλαρή και ζεστή, σε καθήλωνε, ακόμα και τα μικρά παιδάκια λίγη φασαρία έκαναν και άκουγαν και αυτά σαν μαγεμένα.

Απο αυτή τη συναυλία κατάλαβα τη σημασία του Φεστιβάλ για το νησί και την ποιότητα της δουλειάς που γίνεται. Φέτος ήταν το ένατο κατά σειρά, με συμμετοχή και πάλι γνωστών καλλιτεχνών : συναυλίες με την Γλυκερία και τον Στέφανο Κορκολή, ποπ συναυλίες με συγκροτήματα όπως οι One αλλά και λογοτεχνική βραδιά με την Ελένη Ανουσάκη και επίσης εκθέσεις ζωγραφικής και φεστιβάλ κινηματογράφου. Τα μεγάλα ονόματα λειτουργούν σαν κράχτες, όμως μεγαλύτερη σημασία έχουν ίσως αυτές οι μικρές εκδηλώσεις, όπως η συναυλία μπροστά στον Αϊ Γιάννη. Κι αυτό γιατί φέρνουν τον κόσμο σε ουσιαστική επαφή με την τέχνη, με έναν τρόπο χαλαρό, άνετο, σχεδόν ασυνείδητα. Ο δήμος δίνει με το Φεστιβάλ την ευκαιρία σε νέους καλλιτέχνες να προσεγγίσουν ένα ευρύτερο κοινό – και, εξασφαλίζοντας ελεύθερη είσοδο, δίνει επίσης την ευκαιρία σε όλους να παρακολουθούν τις εκδηλώσεις.

Spotlight
© All rights reserved

Οι εκδηλώσεις του Φεστιβάλ αποτελούν και την κύρια μορφη ψυχαγωγίας και διασκέδασης στη Σύμη. Το νησί δεν διακρίνεται για την έντονη νυχτερινή ζωή του, μερικά εστιατόρια και ένα-δύο μπαρ είναι όλα όσα έχει να προσφέρει. Ούτε όμως και οι επισκέπτες φαίνεται να ζητούν αυτό. Αυτό που δε χορταίνεις να κάνεις είναι βόλτες πάνω κάτω στο μούράγιο, απο το φαρμακείο ως το Ρολόϊ και πάλι πίσω, βόλτες χαλαρωτικές, λίγο ρομαντικές και με κάποια ενδοσκοπική διάθεση. Η ήσυχη ατμόσφαιρα στο Γιαλό σου χαρίζει μια απρόσμενη ηρεμία, μια αίσθηση απομόνωσης, που όμως δε γίνεται ποτέ μοναξιά.

---

Οι λεύκες που περιστοιχίζουν το δρόμο που οδηγεί στο Πέδι έδιναν μια όμορφη σκιά το επόμενο πρώϊ. Στα δεξιά μου απλώνονταν σε μεγάλη έκταση χωράφια με διάφορα οπωροκηπευτικά, που φτάνουν μέχρι κάτω, κοντά στη θάλασσα. Παρόλη την ευφορία του εδάφους, η παραγωγή δεν φτάνει για να καλύψει τις ανάγκες του νησιού και έτσι πολλά προϊόντα εισάγονται απο τη Ρόδο. Κάποτε υπήρχαν εδώ αμπελλώνες και φτιαχνόταν κρασί περιζήτητο, όμως ούτε αυτό φτιάχνεται πια. Όσο πλησιάζεις προς τη θάλασσα, τα χωράφια δίνουν τη θέση τους σε σπίτια. Τα περισσότερα απο αυτά είναι χτισμένα «πάνω στο κύμα», ακουμπάνε σχεδόν το νερό. Ο οικισμός είναι πολύ γραφικός, με μικρά σπιτάκια, εκκλησίες και ψαράδικες βάρκες με δίχτυα - σαν να ξεπήδησε απο καρτ-ποστάλ. Το Πέδι ήταν κατι σαν θέρετρο για τους ντόπιους. Και τώρα υπάρχουν εκεί δυο-τρία εστιατόρια, και μερικές πανσιόν που φιλοξενούν τουρίστες, κυρίως ξένους. Εξάλλου απο εκεί είναι εύκολη και γρήγορη η πρόσβαση με βάρκα στην παραλία του Αγίου Νικολάου και την υπέροχη παραλία της Αγιάς Μαρίνας στην οποία το ομώνυμο εκκλησάκι βρίσκεται πάνω σε ένα βράχο, καταμεσής ενός μικρού κόλπου, στον οποίο απότομα βουνά περνούν σε μια παραλία με διάφανα νερά και κατάλευκη άμμο.

Boatbuilder
© All rights reserved

Ρώτησα που είναι ο ταρσανάς του Χάσκα. Οι αδερφοί Χάσκα, ο Πανορμίτης, ο Αποστόλης και ο Γιώργος φτιάχνουν ακόμα σήμερα παραδοσιακές ξύλινες βάρκες και τρεχαντήρια. Τους βρήκα σε ένα χαμηλό σπίτι με τέντα απ’εξω, κάτω απο την οποία βρισκόταν μια μισοτελειωμένη πορτοκαλιά βάρκα και δίπλα μια μικρότερη – αυτή έτοιμη. Λίγο παραέξω, μια καρίνα στεκόταν στον ήλιο και περίμενε τα υπόλοιπα κομμάτια να προσαρμοστούν πάνω της. Στην αυλή βρίσκονταν τρεις μεσήλικες άντρες, σκυμμένοι πάνω απο κάτι σανίδια. Ρώτησα αν μπορούσα να μπω και να παρακολουθήσω πως δουλεύανε. Μου έγνεψαν καταφατικά και ο ένας απο αυτούς ήρθε προς το μέρος μου. Ήταν ο Πανορμίτης και με ρώτησε αν ήθελα να μάθω κάτι συγκεκριμένο- αν είμαι πελάτης. Απάντησα οτι είχα ακούσει οτι είναι απο τους τελευταίους μαστόρους στην Ελλάδα που φτιάχνουν ακόμα παραδοσιακές βάρκες και ζήτησα να μου πει μερικά πράγματα για το πως δουλεύουν. Με πήγε προς τον πορτοκαλή σκελετό. « Αυτή εδώ είναι η καρίνα.», μου εξήγησε, « Πάνω της χτίζεται όλη η βάρκα. Πρώτα μπαίνει το ποδόσταμο (πρύμνη) και μετά η πλώρη. Απο πάνω μπαίνει ο σκαρμός (σκελετός) και μετά τα μαδέρια (σανίδια). Το τι θα βάλουμε μετά απο πάνω (καμπίνες, αποθήκες κτλ.) εξαρτάται απο την παραγγελία.»

Boatbuilding Workshop No. 2
© All rights reserved

Με πήγε μέσα στο εργαστήριο για να μου δείξει τα καμπυλωτά ξύλινα καλούπια για την προσαρμογή των σανιδιών, ανάλογα με τη θέση τους στη βάρκα. Καθήσαμε όλοι μαζί στην αυλή για ένα μικρό διάλειμμα. Ο Πανορμίτης πετάχτηκε να μου φέρει φωτογραφίες απο τρεχαντήρια που είχανε φτιάξει. Συστηθήκαμε με τους άλλους δύο, ο ένας ήταν ο αδερφός του Πανορμίτη, ο Γιώργος και ο άλλος ο Φιλήμονας Μανωλέσκος, γιος του Μιχάλη Μανωλέσκου, όπως μου εξήγησε, που δούλευε ναυπηγός στον Παναμά – και μάλιστα είχε αναλάβει και την εκπαίδευση Παναμέζων στη ναυπηγική. Και εκείνος είχε ζήσει είκοσι χρόνια στον Παναμά, ο αδερφός του ο Νίκος είναι ακόμα εκεί, εκείνος όμως προτίμησε να γυρισει. «Δεν έκανα εγώ εκεί, δε μου άρεσε. Εγώ ήθελα τη Σύμη μου....», μου είπε με κάποια δόση υπερηφάνιας. Ο Πανορμίτης είχε έρθει στο μεταξύ και μου έδειχνε τις φωτογραφίες με τα τρεχαντήρια με τις καμπίνες, φτιαγμένα όλοκληρα απο ξύλο. « Για μια βάρκα χρειαζόμαστε κάπου ενάμιση μήνα, για ένα τρεχαντήρι τέσσερις», μου εξήγησε. Τον ρώτησα αν παίρνουν ακόμα πολλές παραγγελίες. «Λιγότερες απο παλιά. Τώρα παίρνουν πολλοί τις έτοιμες βάρκες απο πλαστικό. Αλλά δεν είναι το ίδιο. Αν πάρεις μια μικρή βάρκα σαν κι αυτή», και μου έδειξε τη μικρή άσπρη βάρκα, «και έχει φουρτούνα, κάνεις δουλειά, αν πάρεις μιαν ίδια απο πλαστικό σε παίρνει η θάλασσα». «Και ποιος τις αγοράζει τώρα τις ξύλινες;» «Ψαράδες πιο πολύ, αλλά και ξένοι. Η πελατεία αλλάζει, τώρα παίρνουν τις βάρκες και για αναψυχή. Την πορτοκαλιά εδώ την παράγγειλε ένας Ιταλός. Έρχεται εδώ τα καλοκαίρια και θέλει μια παραδοσιακή βάρκα για τις διακοπές του, για να ψαρεύει και για να πηγαίνει στις παραλίες.», μου είπε, καθώς σηκωνόταν για να συνεχίσει τη δουλειά του.

Με το μηχανάκι που είχα νοικιάσει νωρίτερα το πρωί πήρα το δρόμο για τον μοναστήρι του Ρουκουνιώτη. Ο δρόμος, που συνεχίζει μέχρι τον Πανορμίτη, είναι ο μοναδικός, ουσιαστικά, του νησιού. Δρόμος δύσκολος, απότομα ανηφορικός και με συνεχείς στοφές εκατόν ογδόντα μοιρών. Στην αρχή του μάλιστα, κοντά στο Χωριό, είναι και σε άσχημη κατάσταση, κακοσυντηρημένος και γεμάτος λακκούβες. Μετά απο λίγο φάνηκε η εκκλησία του προφήτη Ηλία. Χτισμένη ψηλά πάνω στο βουνό, μοναχική, επιβλητική, έμοιαζε σαν να φύτρωνε στο βράχο, σαν να υπήρχε εκεί ανέκαθεν. Σε εκείνο το σημείο του δρόμου στεκόταν λοξή και η ξύλινη ταμπέλλα για την Αγία Μαρίνα, όπου λειτούργησε η ονομαστή Σχολή της Σύμης, στα χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας, απο το 1765 ως το 1821. Λίγο πιο ψηλά, στη διασταύρωση για το Ρουκουνιώτη σταμάτησα για μερικές φωτογραφίες-καρτ ποστάλ. Η θέα απο το σημείο αυτό είναι μαγευτική, ειδικά το απόγευμα, όταν το φως του ήλιου αρχίζει να γλυκαίνει και πέφτει απαλά πάνω στα σπίτια. Ολόκληρος ο οικισμός φαίνεται απο εκεί σαν ένα στολίδι, μακριά, κάτω στους πρόποδες του βουνού.

Greek idyll
© All rights reserved

Το τεράστιο κυπαρίσσι – σήμα κατατεθέν του μοναστηριού – ήταν ζωσμένο με συρματόπλεγμα. Στη μικρή αυλή του γίνεται κάθε χρόνο στις οκτώ Νοεμβρίου, των Ταξιαρχών, το μεγάλο πανηγύρι προς τιμήν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στον οποίο είναι αφιερωμένο το μοναστήρι – το όνομα Ρουκουνιώτης το πήρε απο το δωρητή του, κάποιο Ρουκουνά. Στο βάθος, ο δίσκος του ήλιου ήταν σχεδόν ολόκληρος βυθισμένος στο θαλάσσιο ορίζοντα, δίνοντας μια ελαφρά πορτοκαλιά αποχρωση στη Μονή. Το μοναστήρι θυμίζει φρούριο, έτσι όπως περιβάλλεται απο ψηλο τείχος. Μια γυναίκα μου άνοιξε την βαριά σιδερένια πόρτα. Μαρία τη λένε και μένει εδώ και πέντε χρόνια μόνιμα στο μοναστήρι με τον άντρα της Δημήτρη και το γιο της Μιχάλη.

Two crosses
© All rights reserved

Μπήκαμε μαζί στην αυλή, μια όμορφη αυλή με βοτσαλωτό, με την εκκλησία να δεσπόζει στη μέση. Γύρω γύρω ασβεστωμένα κελλιά και αποθήκες που είχαν πάρει μια ιδιαίτερη, ελαφρά γαλανή απόχρωση απο το λυκόφως. Τα κελιά νοικιάζονταν παλιά σε Συμιακούς, που περνούσαν εκεί και μήνα ολόκληρο το καλοκαίρι. Η είσοδος της εκκλησίας βρίσκεται στο υπόγειο, κάτω απο μια στενή πέτρινη σκάλα. Μέσα στο Ναό η ατμόσφαιρα ήταν σκοτεινή, βαριά. Μόνο ένα καντήλι άναβε μοναχικό στο μανουάλι. Η διακόσμηση λιτή και οι τοιχογραφίες πραγματικά παλιές με ξεθωριασμένα χρώματα, αυστηρές. Στο βάθος, σε μια ξύλινη προθήκη, βρίσκεται και η μεγάλη ασημένια εικόνα του Αρχαγγέλου με τα τάματα κρεμμασμένα μπροστά της. Καταλάβαινες πως βρισκόσουν σε μοναστήρι. Σκέφτηκα πως εκεί μέσα αισθάνεσαι όντως φόβο θεού, αλλά δεν είπα τίποτα. Στο γυρισμό είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Είχε πανσέληνο και νόμιζες πως το φεγγάρι θα άγγιζε το βουνό.

Ημέρα τρίτη. Είχα ήδη περάσει τη διασταύρωση για το Ρουκουνιώτη και συνέχιζα νότια για τον Πανορμίτη. Η διαδρομή είχε γίνει στο μεταξύ ειδυλλιακή: ο φρεσκοστρωμένος δρόμος στην κορυφή του βουνού έδενε με το τραχύ, πετρώδες τοπίο και την υπέροχη θέα που έφτανε ανεμπόδιστη ως το βάθος του ορίζοντα. Απο ψηλά, όταν άρχισε η κάθοδος απο το βουνό, φάνηκε η παραλία της Μαραθούντας και, λίγο πιο πέρα, ο Πανορμίτης.

Monastery of Panormitis
© All rights reserved

Ένα τέταρτο αργότερα έφτανα μπροστά στην πράσινη καγκελλόπορτα που αποτελεί την είσοδο στις εκτάσεις της Μονής. Η Μονή βρίσκεται στον Πάνορμο, ένα εντυπωσιακό φυσικό λιμάνι, με ένα πολύ μικρό άνοιγμα, που πλαταίνει σε ένα σχετικά μεγάλο, ολοστρόγγυλο κόλπο.Τα κτίριά της βρίσκονται παρατεταγμένα μπροστά στην προκυμαία, σε απόσταση πέντε μόλις μέτρων απο το νερό, με το καμπαναριό της εκκλησίας τοποθετημένο στο κέντρο και τα κελλιά να ορθώνονται συμμετρικά γύρω απ’ αυτό. Πίσω και δίπλα απο τα κτίρια βρίσκονται τα κτήματα της Μονης, προστατευμένα απο ένα μακρύ, χτιστό, ασβεστωμένο φράχτη, στο τέλος του οποίου βρίσκεται μια μικρή παραλία με άμμο. Το μοναστήρι είναι δημόσιο και τα κελλιά του είναι διαθέσιμα σε κάθε ενδιαφερόμενο. Ο «Πανορμίτης» αποτελεί ακόμα και σήμερα θέρετρο για τους Συμιακούς, λόγω της ήρεμης ατμόσφαιρας και της θάλασσας, αλλά και πόλο έλξης για πολλούς τουρίστες απο τη Ρόδο. Στο λιμάνι ηταν αγκυροβολημένα σκάφη αναψυχής και στο βάθος φαινόταν ο μύλος, που σήμερα είναι ανενεργός και συγκαταλέγεται απλά στα αξιοθέατα της περιοχής. Εκείνη την ώρα έμπαινε στο λιμάνι το καραβάκι απο τη Ρόδο, και για την επόμενη ώρα η Μονή θα κατακλυζόταν απο τουρίστες με στολή διακοπών που θα γυρνούσαν μέσα στην εκκλησία και τα δύο μουσεία της – λαογραφικό και θρησκευτικό. Αποτελούν και αυτοί μέρος της καθημερινής καλοκαιρινής ιεροτελεστίας του Πανορμίτη, μια ευχάριστη νότα πολυκοσμίας στο, ήσυχο τις υπόλοιπες ώρες, μοναστήρι.

The Abbot
© All rights reserved

Ο γραμματέας της Μονής μπήκε στο αρχονταρίκι για να με ειδοποιήσει πως ο ηγούμενος είχε έρθει και μπορούσε να με δεχθεί. Με δυσκολία άφησα τον καφέ με τα κουλουράκια και το γλυκό νεράντζι, παραδοσιακά κεράσματα της Μονής, όμως ήθελα να μάθω μερικά πράγματα για το μικρό μοναστήρι του Ταξιάρχη Μιχαήλ, που χτίστηκε το 14ο αιώνα για να εξελίχθεί σε ένα από τα γνωστότερα ορθόδοξα μοναστήρια. Βρήκα τον ηγούμενο, κ. Γαβριήλ Μαργαρίτη, να με περιμένει στο γραφείο του με τη βαριά, εκκλησιαστική διακόσμηση. Φιλικός και προσιτός, με ρώτησε για τι ήθελα να μιλήσουμε και πιάσαμε την κουβέντα για τη Μονή και την ιστορία της. Μου εξήγησε πως το μοναστήρι είναι χτισμένο πάνω στα ερείπια ενός αρχαίου ναόυ του Ποσειδώνα και μου εξιστόρησε την παράδοση για τη δημιουργία του : Μια αγρότισσα βρήκε μια μικροσκοπική εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ κάτω απο ένα θάμνο. Την πήρε σπίτι της και την έβαλε μαζί με τις άλλες εικόνες στο εικονοστάσι του σπιτιού της. Την άλλη μέρα όμως η εικόνα έλειπε! Όταν την έψαξε, τη βρήκε πάλι κάτω απο τον ίδιο θάμνο. Το ίδιο έγινε ακόμα δύο φορές, ώσπου την τρίτη φορά η γυναίκα είδε σε όραμα τον Αρχάγγελο να της ορίζει να χτίσει εκεί ένα εκκλησάκι.

Red passion
© All rights reserved

Το εκκλησάκι έγινε μοναστήρι μεγάλο, με μεγάλη αυλή και περίτεχνη διακόσμηση. Ο ναός περιβάλλεται απο ένα διώροφο κτίριο με κελλιά για τους μοναχούς, αποθήκες και τα μουσεία. Ο πάνω όροφος καταλήγει καθ’ όλο το μήκος του σε εξώστη που βλέπει στην εσωτερική αυλή με το βοτσαλωτό, στην οποία δεσπόζει το καμπαναριό του ναού, που χτίστηκε το 1905 και συντηρήθηκε πρόσφατα με κρατικά έξοδα. Η μεγάλη καμπάνα του λέγεται οτι ζυγίζει 3 τόνους και φτιάχτηκε στη Ρωσία, δωρεά του Υδραίου πλοιάρχου Πάνου Τρέκα, ενώ η μικρότερη, που φτιάχτηκε απο το Συμιακό τεχνίτη Αναστασιάδη, 720 κιλά. Μέσα στην εκκλησία, το τέμπλο και η αγιογράφηση φαίνονταν εντυπωσιακά, ακόμα και μέσα στην αναστάτωση που προκαλούσαν οι εργασίες συντήρησής τους. «Το παλιό τέμπλο του ναού το έκανε ο Κώτης Μαστροδράκος Ταλιαδούρος γύρω στα 1800, τα αναλόγια όμως είναι νεότερα, τα φιλοτέχνησε ο Γιαννης Ζουρούδης, στις αρχές του 20ου αιώνα», απάντησε ο ηγούμενος Γαβριήλ Μαργαρίτης στα σχόλιά μου για τη διακόσμηση του ναού. Η γλυπτική του τέμπλου είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, με λεπτοδουλεμένους δράκους, γρύπες και λεοντόμορφα οντα. Το εικονοστάσι είναι εξίσου παλιό, αλλά υστερεί σε τεχνική, ένδειξη πως ίσως δεν έγινε απο τον ίδιο τεχνίτη. Η εικόνα η ίδια είναι ασημωμένη – απο τον Ιωάννη Πελλοπονήσιο στα 1724, όπως μαρτυρά η επιγραφή στο σπαθί του Αγίου. Και η υπόλοιπη αγιογράφηση όμως δεν υστερει σε μεγαλείο. «Οι αγιογραφίες αναδίνουν μια πηγαία λαϊκότητα, χαρακτηριστικό γνώρισμα της συμαϊκής αγιογραφικής σχολής του 18ου αιώνα», σχολίασε ο κ. Μαργαρίτης. «Την αγιογράφηση την έκανε πιθανότατα ο ιερομόναχος Νεόφυτος, γνωστός αγιογράφος της εποχής». Συνεχίσαμε για λίγο την κουβέντα, για την απήχηση της Μονής στον κόσμο - το αποδεικνύουν τα πάμπολλα τάματα που βρίσκονται κρεμμασμένα μπροστά στην εικόνα, τους Συμιακούς που έρχονται εδώ το καλοκαίρι, τη βιβλιοθήκη της Μονής με τα σπάνια χειρόγραφα και το καινούργιο γηροκομείο που εγκαινιάστηκε πρόσφατα. Το κτίριο του γηροκομείου φαίνεται πίσω απο τη μονή, ψηλά πάνω στο λόφο, ένα μακρόστενο κίτρινο κτίριο. Ο κ. Μαργαρίτης μου είπε οτι ήδη δώδεκα ηλικιωμένοι ζουν εκεί, με τη φροντίδα του πενταμελούς προσωπικού.
Πριν φύγω ξανά για τη Σύμη, έκανα τη διαδρομη ως τον Μύλο. Απο εκείνο το σημείο, πάνω στην είσοδο του λιμανιού, φαινόταν ολόκληρη η Μονη, τα κελλιά της και το γηροκομείο, λουσμένα στο φως του απογευματινού ήλιου.

Η επόμενη μέρα θα ήταν η τελευταία μου στη Σύμη. Το πρωινό ήθελα να το περάσω ήρεμα στο Γιαλό. Το μόνο που ήθελα ακόμα να κάνω, ήταν μια επίσκεψη στο σιδηρουργείο του Αναστασιάδη, ενός απο τους τελευταίους τεχνίτες που φτιάχνουν καμπάνες σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.

Iron Man
© All rights reserved

Στο σιδεράδικο τα μέταλλα χτυπούσαν με θόρυβο στο πάτωμα και τους πάγκους. Ένας παραγιός μου έδειξε το Φιλήμονα Αναστασιάδη, έναν άντρα γύρω στα τριανταπέντε, που, σκυμμένος μπροστά απο ένα καμίνι, σφυροκοπούσε βέργες για μια σιδεριά. Συστηθήκαμε και αρχίσαμε να μιλάμε, χωρίς εκείνος να σταματήσει να δουλεύει. «Τη δουλειά με τις καμπάνες την άρχισε ο προπάππους μου το 1860-65. Πλήρωσε ένα συριανό μάστορα για να του μάθει το χυτήριο, μέχρι τότε ήταν μόνο σιδεράς. Απο τότε η τέχνη πέρασε απο πατέρα σε γιο. Ο Τάσος, ο πατέρας μου, κάνει ακόμα καμπάνες, όταν του το ζητάνε. Λίγες όμως. Όταν υπάρχει παραγγελία πάμε εγώ και κάτι φίλοι για βοήθεια, για το χαβαλέ πιο πολύ, αλλά και επειδή η δουλειά θέλει πολλά χέρια να σηκώνουν τα μέταλλα». Μου εξήγησε τον τρόπο κατασκευής μιας καμπάνας : πως φτιάχνουν τα καλούπια απο πυρόχωμα, πως λιώνουν τα μέταλλα στους 1000 βαθμούς κελσίου, ποια αναλογία κασσίτερου και χαλκού είναι σωστή για το κράμα. «Το καλούπι χαλιέται κάθε φορά και έτσι κάθε καμπάνα που βγαίνει είναι μοναδική.» μου είπε. Μου ανέλυσε με σκίτσα την επίδραση του σχήματος στην ακουστική και μου εξήγησε ότι τα τοιχώματα πρέπει να είναι πιο χοντρά στο κάτω μέρος και λεπτότερα πάνω για να βελτιώνεται ο ήχος. Τον ρώτησα για το χυτήριο στον οικισμό Νημποριό. «Το χυτήριο στο Νημποριό έχει κηρυχθεί διατηρητέο», μου είπε, «αλλά το κλείσαμε τώρα πια, μόνο μια δυο φορές το χρόνο το ανοίγουμε, για τις παραγγελίες. Πάντως οι περισσότεροι ξέρουν μόνο για τις καμπάνες, αλλά κάναμε και πολλά άλλα παραδοσιακά πράγματα που δε γίνονται πια. Κάναμε εξαρτήματα καϊκιών και τροφοδοτούσαμε με αυτά τη Ρόδο. Και σκάφανδρα κάναμε, μέχρι και αντλίες αέρα για τους σφουγγαράδες. Τώρα όμως δουλεύουμε μόνο αυτό το σιδεράδικο, κάνουμε κάγκελλα, σιδεριές, διάφορα καθημερινά πράγματα». Ο Φιλήμονας έβγαλε άλλη μια βέργα απο το καμίνι και άρχισε να τη σφυροκοπά πάνω στο αμμόνι. Πριν φύγω δώσαμε ραντεβού το χειμώνα, να πάω όταν θα φτιάχνουν καμπάνες.

Βγήκα ξανά στον καθαρό αέρα και στα στενά του Γιαλού. Στο φέρρυ για τη Ρόδο είχα την πικρή αίσθηση ότι αφήνω κάτι ωραίο και γυρνάω στα συνηθισμένα. Αλλά απ’ την άλλη, το ταξίδι για τη Σύμη κρατά μόνο δύο ώρες...

No comments: